- ἰόγληνος
- ἰό-γληνος, η, ον,A dark-eyed, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιόγληνος — ἰόγληνος, ήνη, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. μελί γληνος, πολύ γληνος] … Dictionary of Greek
ἰογλήνα — ἰογλήνᾱ , ἰόγληνος dark eyed fem nom/voc/acc dual ἰογλήνᾱ , ἰόγληνος dark eyed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… … Dictionary of Greek